- πολυβλαβής
- πολυβλαβήςvery hurtfulmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυβλαβής — ές, Α 1. πολύ βλαβερός, πολύ επιζήμιος 2. αυτός που υπόκειται σε πολλές βλάβες, αυτός που βλάπτεται πολύ συχνά 3. αυτός που βλάπτεται εύκολα 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυβλαβές κατάσταση ή ιδιότητα κατά την οποία βλάπτεται κανείς εύκολα («τὸ τῆς… … Dictionary of Greek
πολυβλαβῆ — πολυβλαβής very hurtful neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πολυβλαβής very hurtful masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πολυβλαβής very hurtful masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυβλαβεῖ — πολυβλαβής very hurtful masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πολυβλαβής very hurtful masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυβλαβές — πολυβλαβής very hurtful masc/fem voc sg πολυβλαβής very hurtful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλάβη — Η κατά παράβαση του νόμου, ή συμβατικής υποχρέωσης, πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση… … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek